ψαλτήριο

ψαλτήριο
Έγχορδο μουσικό όργανο νυκτό, που όπως φαίνεται προέρχεται από την ασσυριακή Σαμβύκη (σαβίκα ή σαμβούκα) και απαντάται στους αρχαίους Έλληνες και στους Εβραίους (ως νέμπελ). Στην Ευρώπη εισάγεται από την Ανατολή –ιδιαίτερα από τον 12o αι. και μετά– και τον 17o αι. το συναντάμε σε πολλές χώρες, όπου αποκτά κάποια δημοτικότητα χάρη στον παράξενο ήχο του. Το σχήμα του είναι τραπεζοειδές ή Τ, με ηχείο με ανοίγματα και με μονές ή διπλές χορδές σε ποικίλο αριθμό. Σύγχρονες επιβιώσεις του –σε μεγαλύτερες όμως διαστάσεις και με χορδές που δεν ψαύονται πλέον με τα δάκτυλα όπως στο ψ. των αρχαίων Ελλήνων, αλλά κρούονται με μικρά ξύλινα σφυριά– είναι το σαντούρι, που χρησιμοποιείται ως λαϊκό όργανο και στη νεότερη Ελλάδα, και το τσίμπαλουμ, λαϊκό όργανο των τσιγγάνων της Ουγγαρίας, χαρακτηριστική χρήση του οποίου έκανε ο Ζολτάν Κόνταλι στο συμφωνικό έργο του Χάρι Γιάνος. Ωστόσο η μεγαλύτερη αξία του ψ. έγκειται στο γεγονός ότι στάθηκε η αφορμή για την επινόηση του κλαβεσέν και των άλλων παρόμοιων οργάνων της Αναγέννησης, που με τη σειρά τους έγιναν οι πρόδρομοι του πιάνου. Ψ., επίσης λέγεται και η συλλογή των Ψαλμών, που στα εβραϊκά έχει τον τίτλο Βιβλία των Αίνων. «Η προσευχή του Ησαΐα». Μικρογραφία από βυζαντινό ψαλτήρι του 9ου αι., δείγμα εξαιρετικής ποιότητας και υψηλής τέχνης (Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη). «Ο Δαβίδ και οι μουσικοί», από ψαλτήρι του 1250 (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • τσέμπαλο — (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με ταστιέρα, όμοιο στο σχήμα με το πιάνο με ουρά. Οι χορδές χτυπιούνται με γλωσσίδια (μύτες από φτερά κόρακα ή, σπανιότερα, από δέρμα), στερεωμένα στα λεγόμενα σαλταρέλι, μικρά ξύλινα μπαστουνάκια κάθετα στο πίσω… …   Dictionary of Greek

  • χοροστάσι(ο) — και διαλ. τ. χοροστασό, το, Ν 1. χώρος όπου γίνονται χοροί 2. το μέρος τού ναού, όπου στέκεται ο χορός τών ψαλτών, αλλ. ψαλτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάσι(ο)* (πρβλ. εικονο στάσι[ο]). Η λ., στον λόγιο τ. χοροστάσιον, με την πρώτη σημ.… …   Dictionary of Greek

  • ψαλμός — ο, ΝΜΑ [ψάλλω] 1. θρησκευτική ωδή, λατρευτικός ύμνος τού οποίου η εκτέλεση κατά την αρχαιότητα γινόταν με τη συνοδεία έγχορδου οργάνου 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ψαλμοί εκκλ. κανονικό βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης, αλλ. Ψαλτήριο ή Βίβλος Ψαλμών… …   Dictionary of Greek

  • Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρινός κώδικας — Ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά χειρόγραφα της Βίβλου. Ανάγεται στον 5ο αι. μ.Χ., είναι γραμμένο σε μεγαλογράμματη γραφή και προέρχεται από την Αίγυπτο. Περιέχει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, εκτός από κάποια τμήματα της Γένεσης, του Α’… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρου, Γεώργιος — (; – 1501). Ιερέας και λόγιος από τα Χανιά της Κρήτης. Αναφέρεται ως αντιγραφέας κωδίκων από το 1459. Στις 15 Φεβρουαρίου 1498 έγινε επίσκοπος Αρκαδίας στην Κρήτη. Ο Α. ήταν υπέρ της ένωσης των δύο εκκλησιών και ο ίδιος ήταν ουνίτης. Έζησε στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”